πηλίνου

πηλίνου
πήλινος
of clay
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλοιφώνω — [Α ἀλοιφῶ ( άω)] νεοελλ. 1. αλείφω την εσωτερική επιφάνεια πήλινου αγγείου με χημικό μίγμα για έμφραξη των πόρων του 2. βυθίζω σωλήνες ή παρόμοιο αντικείμενο μέσα σε διάλυση που περιέχει μόλυβδο αρχ. αλείφω, επιχρίω με πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλοιφή …   Dictionary of Greek

  • γάνωμα — το (AM γάνωμα) [γάνος] 1. στιλπνότητα, γυαλάδα 2. επάλειψη τής εσωτερικής επιφάνειας χάλκινων σκευών με κασσίτερο νεοελλ. 1. η επάλειψη πήλινου αγγείου με υλικό λείο και λαμπερό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γανώματα τα χαλκώματα, τα χάλκινα… …   Dictionary of Greek

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • κομπασία — κομπασία, ἡ (Α) επίκρουση, χτύπημα πήλινου δοχείου κρασιού με το χέρι για έλεγχο τής στερεότητάς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπάζω, με σημ. «κροτώ, αντηχώ», + κατάλ. σία (πρβλ. δοκιμάζω: δοκιμασία)] …   Dictionary of Greek

  • κορακήσιον — κορακήσιον, τὸ (Α) 1. πιθ. είδος πήλινου αγγείου 2. ως κύριο όν. Κορακήσιον ονομασία τοποθεσίας στην Παμφυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κορακησία] …   Dictionary of Greek

  • κουρούπι — το 1. είδος πήλινου δοχείου, στο οποίο συνήθως φυλάσσονται στερεά προϊόντα 2. υπόλειμμα σπασμένης στάμνας που αποτελείται από τη βάση και τα τοιχώματα και χρησιμοποιείται για να πίνουν νερό οι κότες 3. παροιμ. «το κακό κουρούπι δεν τσακίζεται»… …   Dictionary of Greek

  • κουτρούβι(ν) — κουτρούβι(ν), τὸ (Μ) είδος πήλινου δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρούφι (διαλεκτ. τ. τού κροτάφων, υποκορ. τού κρόταφος), με ηχηροποίηση (φ>β). Για τη μεταφορά σημ. από «τμήμα κεφαλιού» σε «είδος δοχείου» και το αντίστροφο βλ. και κούτελο] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • μπουρνιά — Οικισμός (97 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μυροφύλλου. * * * μπουρνιά, ἡ (Μ) είδος πήλινου δοχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. barnīya, barnīye] …   Dictionary of Greek

  • οξύβαφον — ὀξύβαφον και ὀξόβαφον, τὸ (Α) 1. μικρό δοχείο για το ξίδι, αγγείο ξιδιού, ξιδερό 2. είδος μικρού πήλινου ποτηριού 3. μονάδα μέτρησης, ισοδύναμη με το 1/4 τής κοτύλης, περίπου 1/8 τής λίτρας 4. μικρό είδος κυμβάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”